- ἀνήθινος
- ἀνήθ-ινος, η, ον,A made of dill, στέφανος (in form ἀνήτ-) Theoc. 7.63;
οἶνος Dsc.5.65
;μύρον Id.1.51
, cf. Aret.CA1.2; cf. ἀνήτινος, ἀννήθιον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οἶνος Dsc.5.65
;μύρον Id.1.51
, cf. Aret.CA1.2; cf. ἀνήτινος, ἀννήθιον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανήθινος — ἀνήθινος και ἀνήτινος, η, ον (AM) κατασκευασμένος με άνηθο ή από άνηθο (για στεφάνια, κρασί, ποτά, φάρμακα) … Dictionary of Greek
ἀνήθινος — made of dill masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήθινον — ἀνήθινος made of dill masc acc sg ἀνήθινος made of dill neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηθίνη — ἀνήθινος made of dill fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηθίνου — ἀνήθινος made of dill masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηθίνῳ — ἀνήθινος made of dill masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανήτινος — ἀνήτινος, η, ον (Α) βλ. ανήθινος … Dictionary of Greek